Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collàudo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kolˈlawdo]

1 έλεγχος
2 έγκριση μετά από δοκιμή
3 δοκιμασία
4 επιδοκιμασία
5 επιθεώρηση
6 δοκιμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collaudatore collazionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collasso (ουσ αρσ )
collaterale (ουσ αρσ )
collaterale (επίθ.)
collaudare (ρ. μτβ.)
collaudatore (ουσ αρσ )
collaudo (ουσ αρσ )
collazionare (ρ. μτβ.)
collazionatore (ουσ αρσ )
collazione (θηλ.ουσ)
colle (ουσ αρσ )
collega (ουσ αρσ και θηλ.)
collegamento (ουσ αρσ )
collegare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
collegatario (ουσ αρσ )
collegato (αρσ. επίθ και ουσ)
collegiale (ουσ αρσ και θηλ.)
collegiale (επίθ.)
collegialità (θηλ.ουσ)
collegialmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---