Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collàsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kolˈlasso]

η κατάπτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collarino collaterale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere un collasso = παθαίνω κατάπτωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collana (θηλ.ουσ)
collant (αρσ. επίθ και ουσ)
collante (αρσ. επίθ και ουσ)
collare (ουσ αρσ )
collarino (ουσ αρσ )
collasso (ουσ αρσ )
collaterale (ουσ αρσ )
collaterale (επίθ.)
collaudare (ρ. μτβ.)
collaudatore (ουσ αρσ )
collaudo (ουσ αρσ )
collazionare (ρ. μτβ.)
collazionatore (ουσ αρσ )
collazione (θηλ.ουσ)
colle (ουσ αρσ )
collega (ουσ αρσ και θηλ.)
collegamento (ουσ αρσ )
collegare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
collegatario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---