Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollaudatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kollawdaˈtore] 1 συσκευή ελέγχου 2 ελεγκτής 3 δοκιμαστής 4 δοκιμαστής πιλότος αεροσκαφών 5 επιθεωρητής 6 δοκιμαστής αυτοκινήτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |