Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollateràle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kollateˈrale] συγγενής collateràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kollateˈrale] 1 συγγενικός 2 ανήκων στο ίδιο γένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |