Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bànco (ουσ αρσ ) bandóne (ουσ αρσ )
bancogìro (ουσ αρσ ) banjo (ουσ αρσ )
bancóne (ουσ αρσ ) baobàb (ουσ αρσ )
banconière (ουσ αρσ ) bar (ουσ αρσ )
banconìsta (ουσ αρσ ) bàra (θηλ.ουσ)
banconìsta (θηλ.ουσ) baràbba (ουσ αρσ )
banconòta (θηλ.ουσ) baràcca (θηλ.ουσ)
bànda (θηλ.ουσ) baraccàto (αρσ. επίθ και ουσ)
bandèlla (θηλ.ουσ) baraccóne (ουσ αρσ )
banderuòla (θηλ.ουσ) baraónda (θηλ.ουσ)
bandièra (θηλ.ουσ) baràre (ρ.αμτβ.)
bandieràio (ουσ αρσ ) bàratro (ουσ αρσ )
bandierìna (θηλ.ουσ) barattàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bandinèlla (θηλ.ουσ) baratterìa (θηλ.ουσ)
bandìre (ρ. μτβ.) barattière (ουσ αρσ )
bandìsta (ουσ αρσ και θηλ.) baràtto (ουσ αρσ )
bandìstico (επίθ.) baràttolo (ουσ αρσ )
bandìta (θηλ.ουσ) bàrba (θηλ.ουσ)
banditìsmo (ουσ αρσ ) barbabiètola (θηλ.ουσ)
bandìto (ουσ αρσ ) barbablù (ουσ αρσ )
bandìto (επίθ.) barbacàne (ουσ αρσ )
banditóre (ουσ αρσ ) barbafòrte (ουσ αρσ και θηλ.)
bàndo (ουσ αρσ ) barbagiànni (ουσ αρσ )
bandolièra (θηλ.ουσ) barbàglio (ουσ αρσ )
bàndolo (ουσ αρσ ) barbarea (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: