Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbandìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [banˈdito] ο ληστής bandìto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [banˈdito] εξόριστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |