Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baràbba  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baˈrabba]

1 μπαγάσας
2 κατεργάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bara baracca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bandone (ουσ αρσ )
banjo (ουσ αρσ )
baobab (ουσ αρσ )
bar (ουσ αρσ )
bara (θηλ.ουσ)
barabba (ουσ αρσ )
baracca (θηλ.ουσ)
baraccato (αρσ. επίθ και ουσ)
baraccone (ουσ αρσ )
baraonda (θηλ.ουσ)
barare (ρ.αμτβ.)
baratro (ουσ αρσ )
barattare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
baratteria (θηλ.ουσ)
barattiere (ουσ αρσ )
baratto (ουσ αρσ )
barattolo (ουσ αρσ )
barba (θηλ.ουσ)
barbabietola (θηλ.ουσ)
barbablù (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---