Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbaràttolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baˈrattolo] 1 (per bibite) το κενετεδάκι 2 (di vetro) βάζο 3 (di plastica) το κουτί 4 (di metallo) η κόνσερβα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |