Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baratterìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [baratteˈria]

1 ναυταπάτη σε βάρος εφοπλιστή
2 απάτη
3 σταθερή υπόσκαψη διαδικασίας
4 αγορά ή πούλημα αξιώματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barattare barattiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

baraccone (ουσ αρσ )
baraonda (θηλ.ουσ)
barare (ρ.αμτβ.)
baratro (ουσ αρσ )
barattare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
baratteria (θηλ.ουσ)
barattiere (ουσ αρσ )
baratto (ουσ αρσ )
barattolo (ουσ αρσ )
barba (θηλ.ουσ)
barbabietola (θηλ.ουσ)
barbablù (ουσ αρσ )
barbacane (ουσ αρσ )
barbaforte (ουσ αρσ και θηλ.)
barbagianni (ουσ αρσ )
barbaglio (ουσ αρσ )
barbarea (θηλ.ουσ)
barbaresco (ουσ αρσ )
barbaresco (επίθ.)
barbarico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---