Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbaràtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baˈratto] 1 ανταλλαγή 2 υλικό ανταλλαγής 3 ανταλλαγή εμπορική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |