Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbarattière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [baratˈtjɛre] 1 τυχοδιώκτης 2 απατεώνας 3 εμπλεκόμενος σε ναυταπάτη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |