Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàrba
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbarba] το γένι, η γενειάδα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfarsi la barba = ξυρίζομαι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |