Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàrbaro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbarbaro]

1 ειδωλολάτρης
2 απολίτιστος
3 βάρβαρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barbarismo barbatella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barbaresco (ουσ αρσ )
barbaresco (επίθ.)
barbarico (επίθ.)
barbarie (θηλ.ουσ)
barbarismo (ουσ αρσ )
barbaro (αρσ. επίθ και ουσ)
barbatella (θηλ.ουσ)
barbato (επίθ.)
barbazzale (ουσ αρσ )
barbera (ουσ αρσ και θηλ.)
barbero (αρσ. επίθ και ουσ)
barbetta (θηλ.ουσ)
barbicare (ρ.αμτβ.)
barbiere (ουσ αρσ )
barbieria (θηλ.ουσ)
barbificare (ρ.αμτβ.)
barbiglio (ουσ αρσ )
barbino (αρσ. επίθ και ουσ)
barbio (ουσ αρσ )
barbitonsore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---