Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàrbero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbarbero]

άλογο ιπποδρομιών αραβικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  barbera barbetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

barbaro (αρσ. επίθ και ουσ)
barbatella (θηλ.ουσ)
barbato (επίθ.)
barbazzale (ουσ αρσ )
barbera (ουσ αρσ και θηλ.)
barbero (αρσ. επίθ και ουσ)
barbetta (θηλ.ουσ)
barbicare (ρ.αμτβ.)
barbiere (ουσ αρσ )
barbieria (θηλ.ουσ)
barbificare (ρ.αμτβ.)
barbiglio (ουσ αρσ )
barbino (αρσ. επίθ και ουσ)
barbio (ουσ αρσ )
barbitonsore (ουσ αρσ )
barbiturico (ουσ αρσ )
barbiturismo (ουσ αρσ )
barbo (ουσ αρσ )
barbogio (επίθ.)
barboncino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---