Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


banditìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bandiˈtizmo]

ληστεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bandita bandito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bandinella (θηλ.ουσ)
bandire (ρ. μτβ.)
bandista (ουσ αρσ και θηλ.)
bandistico (επίθ.)
bandita (θηλ.ουσ)
banditismo (ουσ αρσ )
bandito (ουσ αρσ )
bandito (επίθ.)
banditore (ουσ αρσ )
bando (ουσ αρσ )
bandoliera (θηλ.ουσ)
bandolo (ουσ αρσ )
bandone (ουσ αρσ )
banjo (ουσ αρσ )
baobab (ουσ αρσ )
bar (ουσ αρσ )
bara (θηλ.ουσ)
barabba (ουσ αρσ )
baracca (θηλ.ουσ)
baraccato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---