Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbàndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbando] 1 νόμιμη απαγόρευση 2 εξορία 3 αναγγελία 4 επίσημη δημόσια προκήρυξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |