ItalianoGreco


banditóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bandiˈtore]

1 διαλαλητής
2 κήρυκας
3 κράχτης
4 τελάλης
5 διενεργών πλειστηριασμό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---