Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbancogìro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,bankoˈʤiro] 1 χρηματικός διακανονισμός 2 μεταβίβαση χρημάτων μεταξύ τραπεζών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |