Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbànda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbanda] 1 (gang) η παρέα 2 musica η μπάντα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |