Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbancóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [banˈkone] 1 τελάρο στοιχειοθεσίας 2 θήκη στοιχείων τυπογραφίας 3 ταμείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |