Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bancóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [banˈkone]

1 τελάρο στοιχειοθεσίας
2 θήκη στοιχείων τυπογραφίας
3 ταμείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bancogiro banconiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

banchisa (θηλ.ουσ)
banchista (ουσ αρσ )
banchista (θηλ.ουσ)
banco (ουσ αρσ )
bancogiro (ουσ αρσ )
bancone (ουσ αρσ )
banconiere (ουσ αρσ )
banconista (ουσ αρσ )
banconista (θηλ.ουσ)
banconota (θηλ.ουσ)
banda (θηλ.ουσ)
bandella (θηλ.ουσ)
banderuola (θηλ.ουσ)
bandiera (θηλ.ουσ)
bandieraio (ουσ αρσ )
bandierina (θηλ.ουσ)
bandinella (θηλ.ουσ)
bandire (ρ. μτβ.)
bandista (ουσ αρσ και θηλ.)
bandistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---