Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbànco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbanko] 1 ο πάγκος 2 (di scuola) το θρανίο 3 (di chiesa) το στασίδι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |