Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


banchìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [banˈkina]

η προκυμαία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  banchiglia banchisa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

banchettante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
banchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
banchetto (ουσ αρσ )
banchiere (ουσ αρσ )
banchiglia (θηλ.ουσ)
banchina (θηλ.ουσ)
banchisa (θηλ.ουσ)
banchista (ουσ αρσ )
banchista (θηλ.ουσ)
banco (ουσ αρσ )
bancogiro (ουσ αρσ )
bancone (ουσ αρσ )
banconiere (ουσ αρσ )
banconista (ουσ αρσ )
banconista (θηλ.ουσ)
banconota (θηλ.ουσ)
banda (θηλ.ουσ)
bandella (θηλ.ουσ)
banderuola (θηλ.ουσ)
bandiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---