Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbanchettànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [banketˈtante] 1 ομοτράπεζος 2 συμποσιαστής 3 συνδαιτημόνας 4 συμποσιαζόμενος 5 συμμετέχων σε επίσημο γεύμα προς τιμή κάποιου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |