Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbanchétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [banˈketto] 1 τσιμπούσι 2 φαγοπότι 3 συνεστίαση 4 επίσημο γεύμα προς τιμή κάποιου 5 συμπόσιο 6 εστίαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |