Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbancarótta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bankaˈrotta] 1 φαλίρισμα 2 φαλιμέντο 3 συντριβή 4 πτώχευση 5 χρεοκοπία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |