Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbancàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [banˈkale] 1 κλίνη (στην μηχανουργική) 2 πάγκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |