Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbananièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [banaˈnjɛro] 1 καλλιεργητής μπανάνας 2 ιδιοκτήτης μπανανοφυτείας bananièro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [banaˈnjɛro] ο της μπανάνας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |