Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bancàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [banˈkarjo]

1 υπάλληλος τράπεζας
2 τραπεζικός υπάλληλος

bancàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [banˈkarjo]

1 τραπεζιτικός
2 τραπεζικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bancarellista bancarotta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

banca (θηλ.ουσ)
bancabile (επίθ.)
bancale (ουσ αρσ )
bancarella (θηλ.ουσ)
bancarellista (ουσ αρσ και θηλ.)
bancario (ουσ αρσ )
bancario (επίθ.)
bancarotta (θηλ.ουσ)
bancarottiere (ουσ αρσ )
banchettante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
banchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
banchetto (ουσ αρσ )
banchiere (ουσ αρσ )
banchiglia (θηλ.ουσ)
banchina (θηλ.ουσ)
banchisa (θηλ.ουσ)
banchista (ουσ αρσ )
banchista (θηλ.ουσ)
banco (ουσ αρσ )
bancogiro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---