Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bancarottière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bankarotˈtjɛre]

1 πτωχευμένος
2 χρεοκοπημένος
3 χρεοκόπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bancarotta banchettante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bancarella (θηλ.ουσ)
bancarellista (ουσ αρσ και θηλ.)
bancario (ουσ αρσ )
bancario (επίθ.)
bancarotta (θηλ.ουσ)
bancarottiere (ουσ αρσ )
banchettante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
banchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
banchetto (ουσ αρσ )
banchiere (ουσ αρσ )
banchiglia (θηλ.ουσ)
banchina (θηλ.ουσ)
banchisa (θηλ.ουσ)
banchista (ουσ αρσ )
banchista (θηλ.ουσ)
banco (ουσ αρσ )
bancogiro (ουσ αρσ )
bancone (ουσ αρσ )
banconiere (ουσ αρσ )
banconista (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---