Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bandieràio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bandjeˈrajo]

1 έμπορος σημαιών
2 κατασκευαστής σημαιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bandiera bandierina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

banconota (θηλ.ουσ)
banda (θηλ.ουσ)
bandella (θηλ.ουσ)
banderuola (θηλ.ουσ)
bandiera (θηλ.ουσ)
bandieraio (ουσ αρσ )
bandierina (θηλ.ουσ)
bandinella (θηλ.ουσ)
bandire (ρ. μτβ.)
bandista (ουσ αρσ και θηλ.)
bandistico (επίθ.)
bandita (θηλ.ουσ)
banditismo (ουσ αρσ )
bandito (ουσ αρσ )
bandito (επίθ.)
banditore (ουσ αρσ )
bando (ουσ αρσ )
bandoliera (θηλ.ουσ)
bandolo (ουσ αρσ )
bandone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---