Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ancoràre (ρ. μτβ.) andrògino (αρσ. επίθ και ουσ)
ancoràrsi (ρ. μ. αμτβ.) andróne (ουσ αρσ )
ancorché (σύνδ.) andropàusa (θηλ.ουσ)
ancoréssa (θηλ.ουσ) androsteróne (ουσ αρσ )
ancorétta (θηλ.ουσ) aneddòtica (θηλ.ουσ)
ancoròtto (ουσ αρσ ) aneddòtico (επίθ.)
andaménto (ουσ αρσ ) aneddotìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
andàna (θηλ.ουσ) anèddoto (ουσ αρσ )
andànte (ουσ αρσ ) anelànte (επίθ.)
andànte (επίθ.) anelàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
andantézza (θηλ.ουσ) anelasticità (θηλ.ουσ)
andarci (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.) anelàstico (επίθ.)
andàre (ρ.αμτβ.) anelèttrico (επίθ.)
andarsene (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.) anèlito (ουσ αρσ )
andàta (θηλ.ουσ) anèllidi (ουσ αρσ πληθ.)
andàto (επίθ.) anèllo (ουσ αρσ )
andatùra (θηλ.ουσ) anemìa (θηλ.ουσ)
andàzzo (ουσ αρσ ) anèmico (αρσ. επίθ και ουσ)
andicappàre (ρ. μτβ.) anemografìa (θηλ.ουσ)
andicappato (επίθ.) anemògrafo (ουσ αρσ )
andirivièni (ουσ αρσ ) anemometrìa (θηλ.ουσ)
àndito (ουσ αρσ ) anemòmetro (ουσ αρσ )
androfobìa (θηλ.ουσ) anèmone (ουσ αρσ και θηλ.)
andrògeno (αρσ. επίθ και ουσ) anemoscòpio (ουσ αρσ )
androginìa (θηλ.ουσ) aneròide (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: