Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanèlito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈnɛlito] 1 ανυπομονησία 2 λαχάνιασμα 3 δύσπνοια 4 άσθμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |