Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anèmico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈnɛmiko]

αναιμικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anemia anemografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anelettrico (επίθ.)
anelito (ουσ αρσ )
anellidi (ουσ αρσ πληθ.)
anello (ουσ αρσ )
anemia (θηλ.ουσ)
anemico (αρσ. επίθ και ουσ)
anemografia (θηλ.ουσ)
anemografo (ουσ αρσ )
anemometria (θηλ.ουσ)
anemometro (ουσ αρσ )
anemone (ουσ αρσ και θηλ.)
anemoscopio (ουσ αρσ )
aneroide (αρσ. επίθ και ουσ)
anestesia (θηλ.ουσ)
anestesiologia (θηλ.ουσ)
anestesista (ουσ αρσ και θηλ.)
anestetico (αρσ. επίθ και ουσ)
anestetizzare (ρ. μτβ.)
aneto (ουσ αρσ )
aneurisma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---