Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anestètico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [anesˈtɛtiko]

αναισθητικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anestesista anestetizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anemoscopio (ουσ αρσ )
aneroide (αρσ. επίθ και ουσ)
anestesia (θηλ.ουσ)
anestesiologia (θηλ.ουσ)
anestesista (ουσ αρσ και θηλ.)
anestetico (αρσ. επίθ και ουσ)
anestetizzare (ρ. μτβ.)
aneto (ουσ αρσ )
aneurisma (ουσ αρσ )
aneurismatico (επίθ.)
anfanare (ρ.αμτβ.)
anfetamina (θηλ.ουσ)
anfibio (ουσ αρσ )
anfibio (επίθ.)
anfibolo (αρσ. επίθ και ουσ)
anfibologico (επίθ.)
anfiosso (ουσ αρσ )
anfiteatro (ουσ αρσ )
anfitrione (ουσ αρσ )
anfora (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---