Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anfìbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anˈfibjo]

αμφίβιο

anfìbio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [anˈfibjo]

αμφίβιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anfetamina anfibolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aneto (ουσ αρσ )
aneurisma (ουσ αρσ )
aneurismatico (επίθ.)
anfanare (ρ.αμτβ.)
anfetamina (θηλ.ουσ)
anfibio (ουσ αρσ )
anfibio (επίθ.)
anfibolo (αρσ. επίθ και ουσ)
anfibologico (επίθ.)
anfiosso (ουσ αρσ )
anfiteatro (ουσ αρσ )
anfitrione (ουσ αρσ )
anfora (θηλ.ουσ)
anfotero (επίθ.)
anfratto (ουσ αρσ )
anfrattuosità (θηλ.ουσ)
anfrattuoso (επίθ.)
angaria (θηλ.ουσ)
angariare (ρ. μτβ.)
angelica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---