Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anfrattuóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [anfrattuˈoso], [anfrattuˈozo]

1 με στροφές
2 περιελισσόμενος
3 στριφογυριστός
4 κυματοειδής
5 ελικοειδής
6 γεμάτος στροφές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anfrattuosità angaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anfitrione (ουσ αρσ )
anfora (θηλ.ουσ)
anfotero (επίθ.)
anfratto (ουσ αρσ )
anfrattuosità (θηλ.ουσ)
anfrattuoso (επίθ.)
angaria (θηλ.ουσ)
angariare (ρ. μτβ.)
angelica (θηλ.ουσ)
angelico (επίθ.)
angelo (ουσ αρσ )
angheria (θηλ.ουσ)
angina (θηλ.ουσ)
anginoso (ουσ αρσ )
anginoso (επίθ.)
angiocolite (θηλ.ουσ)
angiografia (θηλ.ουσ)
angiologia (θηλ.ουσ)
angioma (ουσ αρσ )
angiopatia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---