Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anfràtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anˈfratto]

1 λαγκαδιά δύσβατη
2 φαράγγι με πολλές στροφές
3 μάζα που κλείνει πέρασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anfotero anfrattuosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anfiosso (ουσ αρσ )
anfiteatro (ουσ αρσ )
anfitrione (ουσ αρσ )
anfora (θηλ.ουσ)
anfotero (επίθ.)
anfratto (ουσ αρσ )
anfrattuosità (θηλ.ουσ)
anfrattuoso (επίθ.)
angaria (θηλ.ουσ)
angariare (ρ. μτβ.)
angelica (θηλ.ουσ)
angelico (επίθ.)
angelo (ουσ αρσ )
angheria (θηλ.ουσ)
angina (θηλ.ουσ)
anginoso (ουσ αρσ )
anginoso (επίθ.)
angiocolite (θηλ.ουσ)
angiografia (θηλ.ουσ)
angiologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---