Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanfràtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anˈfratto] 1 λαγκαδιά δύσβατη 2 φαράγγι με πολλές στροφές 3 μάζα που κλείνει πέρασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |