Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


angariàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [angaˈrjare]

1 τσαντίζω
2 εκνευρίζω
3 αγγαρεύω
4 στενοχωρώ
5 ενοχλώ μονίμως
6 παρενοχλώ
7 πιλατεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  angaria angelica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anfotero (επίθ.)
anfratto (ουσ αρσ )
anfrattuosità (θηλ.ουσ)
anfrattuoso (επίθ.)
angaria (θηλ.ουσ)
angariare (ρ. μτβ.)
angelica (θηλ.ουσ)
angelico (επίθ.)
angelo (ουσ αρσ )
angheria (θηλ.ουσ)
angina (θηλ.ουσ)
anginoso (ουσ αρσ )
anginoso (επίθ.)
angiocolite (θηλ.ουσ)
angiografia (θηλ.ουσ)
angiologia (θηλ.ουσ)
angioma (ουσ αρσ )
angiopatia (θηλ.ουσ)
angiosperma (θηλ.ουσ)
angiporto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---