Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


angipòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anʤiˈpɔrto]

αδιέξοδο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  angiosperma anglicanesimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

angiografia (θηλ.ουσ)
angiologia (θηλ.ουσ)
angioma (ουσ αρσ )
angiopatia (θηλ.ουσ)
angiosperma (θηλ.ουσ)
angiporto (ουσ αρσ )
anglicanesimo (ουσ αρσ )
anglicano (ουσ αρσ )
anglicano (επίθ.)
anglicismo (ουσ αρσ )
anglicizzare (ρ. μτβ.)
anglismo (ουσ αρσ )
angloamericano (αρσ. επίθ και ουσ)
anglofilia (θηλ.ουσ)
anglofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
anglofobia (θηλ.ουσ)
anglofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
anglofono (αρσ. επίθ και ουσ)
anglosassone (ουσ αρσ )
anglosassone (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---