Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anglòfono  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [anˈglɔfono]

αγγλόφωνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anglofobo anglosassone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

angloamericano (αρσ. επίθ και ουσ)
anglofilia (θηλ.ουσ)
anglofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
anglofobia (θηλ.ουσ)
anglofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
anglofono (αρσ. επίθ και ουσ)
anglosassone (ουσ αρσ )
anglosassone (επίθ.)
angolare (αρσ. επίθ και ουσ)
angolare (ρ. μτβ.)
angolato (επίθ.)
angolazione (θηλ.ουσ)
angoliera (θηλ.ουσ)
angolo (ουσ αρσ )
angolosità (θηλ.ουσ)
angoloso (επίθ.)
angoscia (θηλ.ουσ)
angosciare (ρ. μτβ.)
angosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
angosciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---