Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόangosciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [angoʃˈʃare] 1 θλίβω 2 λυπώ 3 στενοχωρώ angosciàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [angoʃˈʃarsi] 1 θλίβομαι 2 στενοχωρώ 3 στενοχωρούμαι 4 εκφράζω στενοχώρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |