Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anguìlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [anˈgwilla]

το χέλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  angue anguillaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

angosciare (ρ. μτβ.)
angosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
angosciato (επίθ.)
angoscioso (επίθ.)
angue (ουσ αρσ )
anguilla (θηλ.ουσ)
anguillaia (θηλ.ουσ)
anguillesco (επίθ.)
anguinaia (θηλ.ουσ)
anguria (θηλ.ουσ)
angustia (θηλ.ουσ)
angustiare (ρ. μτβ.)
angustiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
angustiato (επίθ.)
angusto (επίθ.)
anidride (θηλ.ουσ)
anidro (επίθ.)
anile (ουσ αρσ )
anilina (θηλ.ουσ)
anima (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---