Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anidrìde  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aniˈdride]

ανυδρίδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  angusto anidro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

angustia (θηλ.ουσ)
angustiare (ρ. μτβ.)
angustiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
angustiato (επίθ.)
angusto (επίθ.)
anidride (θηλ.ουσ)
anidro (επίθ.)
anile (ουσ αρσ )
anilina (θηλ.ουσ)
anima (θηλ.ουσ)
animalaccio (ουσ αρσ )
animale (αρσ. επίθ και ουσ)
animalescamente (επίρ.)
animalesco (επίθ.)
animaletto (ουσ αρσ )
animalità (θηλ.ουσ)
animare (ρ. μτβ.)
animarsi (ρ. μ. αμτβ.)
animatamente (επίρ.)
animato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---