Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


animalésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [animaˈlesko]

1 κτηνώδης
2 ζωώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  animalescamente animaletto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anilina (θηλ.ουσ)
anima (θηλ.ουσ)
animalaccio (ουσ αρσ )
animale (αρσ. επίθ και ουσ)
animalescamente (επίρ.)
animalesco (επίθ.)
animaletto (ουσ αρσ )
animalità (θηλ.ουσ)
animare (ρ. μτβ.)
animarsi (ρ. μ. αμτβ.)
animatamente (επίρ.)
animato (επίθ.)
animatore (αρσ. επίθ και ουσ)
animazione (θηλ.ουσ)
animella (θηλ.ουσ)
animismo (ουσ αρσ )
animista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
animistico (επίθ.)
animo (ουσ αρσ )
animo (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---