Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


angòscia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [anˈgɔʃʃa]

η αδημονία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  angoloso angosciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

angolazione (θηλ.ουσ)
angoliera (θηλ.ουσ)
angolo (ουσ αρσ )
angolosità (θηλ.ουσ)
angoloso (επίθ.)
angoscia (θηλ.ουσ)
angosciare (ρ. μτβ.)
angosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
angosciato (επίθ.)
angoscioso (επίθ.)
angue (ουσ αρσ )
anguilla (θηλ.ουσ)
anguillaia (θηλ.ουσ)
anguillesco (επίθ.)
anguinaia (θηλ.ουσ)
anguria (θηλ.ουσ)
angustia (θηλ.ουσ)
angustiare (ρ. μτβ.)
angustiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
angustiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---