Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


angolàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [angoˈlare]

1 γωνιαίος
2 γωνιακός

angolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [angoˈlare]

1 δείχνω υπό γωνία
2 δείχνω με δική μου οπτική
3 γωνιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anglosassone angolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anglofobia (θηλ.ουσ)
anglofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
anglofono (αρσ. επίθ και ουσ)
anglosassone (ουσ αρσ )
anglosassone (επίθ.)
angolare (αρσ. επίθ και ουσ)
angolare (ρ. μτβ.)
angolato (επίθ.)
angolazione (θηλ.ουσ)
angoliera (θηλ.ουσ)
angolo (ουσ αρσ )
angolosità (θηλ.ουσ)
angoloso (επίθ.)
angoscia (θηλ.ουσ)
angosciare (ρ. μτβ.)
angosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
angosciato (επίθ.)
angoscioso (επίθ.)
angue (ουσ αρσ )
anguilla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---