Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanglosàssone
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [angloˈsassone] αγγλοσάξονας anglosàssone επίθετο Προσφορά I.P.A.: [angloˈsassone] αγγλοσαξονικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |