Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anginóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anʤiˈnoso], [anʤiˈnozo]

άρρωστος με στηθάγχη

anginóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [anʤiˈnoso], [anʤiˈnozo]

στηθαγχικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  angina angiocolite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

angelica (θηλ.ουσ)
angelico (επίθ.)
angelo (ουσ αρσ )
angheria (θηλ.ουσ)
angina (θηλ.ουσ)
anginoso (ουσ αρσ )
anginoso (επίθ.)
angiocolite (θηλ.ουσ)
angiografia (θηλ.ουσ)
angiologia (θηλ.ουσ)
angioma (ουσ αρσ )
angiopatia (θηλ.ουσ)
angiosperma (θηλ.ουσ)
angiporto (ουσ αρσ )
anglicanesimo (ουσ αρσ )
anglicano (ουσ αρσ )
anglicano (επίθ.)
anglicismo (ουσ αρσ )
anglicizzare (ρ. μτβ.)
anglismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---