Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anfiteàtro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anfiteˈatro]

αμφιθέατρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anfiosso anfitrione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anfibio (ουσ αρσ )
anfibio (επίθ.)
anfibolo (αρσ. επίθ και ουσ)
anfibologico (επίθ.)
anfiosso (ουσ αρσ )
anfiteatro (ουσ αρσ )
anfitrione (ουσ αρσ )
anfora (θηλ.ουσ)
anfotero (επίθ.)
anfratto (ουσ αρσ )
anfrattuosità (θηλ.ουσ)
anfrattuoso (επίθ.)
angaria (θηλ.ουσ)
angariare (ρ. μτβ.)
angelica (θηλ.ουσ)
angelico (επίθ.)
angelo (ουσ αρσ )
angheria (θηλ.ουσ)
angina (θηλ.ουσ)
anginoso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---