Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaneurìsma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anewˈrizma] 1 ανεύρυσμα 2 παθολογική διαστολή οργάνου 3 ανευρυσμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |